προσόμουρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>ιων. τ.</b> όμορος, [[γειτονικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὅμουρος]], ιων. τ. του [[ὅμορος]] «[[γειτονικός]]»].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>ιων. τ.</b> όμορος, [[γειτονικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὅμουρος]], ιων. τ. του [[ὅμορος]] «[[γειτονικός]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσόμουρος:''' -ον, Ιων. αντί <i>προσόμορος</i>, [[γειτονικός]], [[διπλανός]], [[παρακείμενος]], <i>τινι</i>, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 01:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσόμουρος Medium diacritics: προσόμουρος Low diacritics: προσόμουρος Capitals: ΠΡΟΣΟΜΟΥΡΟΣ
Transliteration A: prosómouros Transliteration B: prosomouros Transliteration C: prosomouros Beta Code: proso/mouros

English (LSJ)

ον, Ion. for Προσόμορος,

   A adjacent, τισι Hdt.4.173.

German (Pape)

[Seite 774] ion. für προσόμορος, angränzend, benachbart, τινί, Her. 4, 173.

Greek (Liddell-Scott)

προσόμουρος: -ον, Ἰων. ἀντὶ προσόμορος, (ὅπερ δὲν ἀπαντᾷ), ὡς τὸ πρόσουρος, γειτνιάζων, παρακείμενος, γειτονικός, τινι Ἡρόδ. 4. 173.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
limitrophe.
Étymologie: ion. c. *προσόμορος, de πρός, ὅμορος.

Greek Monolingual

-ον, Α
ιων. τ. όμορος, γειτονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὅμουρος, ιων. τ. του ὅμορος «γειτονικός»].

Greek Monotonic

προσόμουρος: -ον, Ιων. αντί προσόμορος, γειτονικός, διπλανός, παρακείμενος, τινι, σε Ηρόδ.