πωλομάχος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που μάχεται [[πάνω]] σε πώλο ή σε [[άλογο]] ή σε [[άρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῶλος]] «[[πουλάρι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ίππο</i>-<i>μάχος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που μάχεται [[πάνω]] σε πώλο ή σε [[άλογο]] ή σε [[άρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῶλος]] «[[πουλάρι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ίππο</i>-<i>μάχος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πωλομάχος:''' [ᾰ], -ον ([[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται από [[άλογο]] ή από [[άρμα]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωλομάχος Medium diacritics: πωλομάχος Low diacritics: πωλομάχος Capitals: ΠΩΛΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: pōlomáchos Transliteration B: pōlomachos Transliteration C: polomachos Beta Code: pwloma/xos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A won in the chariot-race (cf. πωλικός 1), νίκη AP15.50.

German (Pape)

[Seite 827] zu Roß oder zu Wagen kämpfend, νίκη, Ep. ad. (XV, 50).

Greek (Liddell-Scott)

πωλομάχος: [ᾰ], -ον, ὁ ἀπὸ πώλου ἢ ἅρματος μαχόμενος, Νίκη Ἀνθ. Π. 15. 50.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui combat d’un char attelé de jeunes chevaux ; LSJ qui combat à cheval.
Étymologie: πῶλος, μάχομαι.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μάχεται πάνω σε πώλο ή σε άλογο ή σε άρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ίππο-μάχος].

Greek Monotonic

πωλομάχος: [ᾰ], -ον (μάχομαι), αυτός που μάχεται από άλογο ή από άρμα, σε Ανθ.