στένος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ μὲν γὰρ τῆς πρὸς τὴν φύσιν ὑποστάσεως τῶν... → Αbout the true nature of...

Source
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και στεῑνος και [[στῆνος]], -εος και -ους, τὸ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> στενό, κλειστό ή περιορισμένο [[διάστημα]] χώρου («στεῑνος ὁδοῡ κοίλης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ισθμός]] της Κορίνθου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[στενοχώρια]], [[δυσκολία]]<br /><b>4.</b> (μόνον ο τ. [[στῆνος]] σε φρ.) «διὰ τὴν τῶν χρημάτων [[στῆνος]]» — εξαιτίας της έλλειψης τών χρημάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[στενός]].
|mltxt=και στεῑνος και [[στῆνος]], -εος και -ους, τὸ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> στενό, κλειστό ή περιορισμένο [[διάστημα]] χώρου («στεῑνος ὁδοῡ κοίλης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ισθμός]] της Κορίνθου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[στενοχώρια]], [[δυσκολία]]<br /><b>4.</b> (μόνον ο τ. [[στῆνος]] σε φρ.) «διὰ τὴν τῶν χρημάτων [[στῆνος]]» — εξαιτίας της έλλειψης τών χρημάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[στενός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στένος:''' -εος, τό, πρβλ. Ιων. [[στεῖνος]].
}}
}}

Revision as of 01:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στένος Medium diacritics: στένος Low diacritics: στένος Capitals: ΣΤΕΝΟΣ
Transliteration A: sténos Transliteration B: stenos Transliteration C: stenos Beta Code: ste/nos

English (LSJ)

εος, τό,

   A v. στεῖνος 11.

German (Pape)

[Seite 935] τό, wie στεῖνος, die Enge die, Noth. ξυμφέρει σωφρονεῖν ὑπὸ στένει, Aesch. Eum. 495.

Greek (Liddell-Scott)

στένος: -εος, τό, πρβλ. Ἰων. στεῖνος.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
anxiété, détresse.
Étymologie: DELG cf. στενός.

Greek Monolingual

και στεῑνος και στῆνος, -εος και -ους, τὸ, Α
(ποιητ. τ.)
1. στενό, κλειστό ή περιορισμένο διάστημα χώρου («στεῑνος ὁδοῡ κοίλης», Ομ. Ιλ.)
2. ο ισθμός της Κορίνθου
3. μτφ. στενοχώρια, δυσκολία
4. (μόνον ο τ. στῆνος σε φρ.) «διὰ τὴν τῶν χρημάτων στῆνος» — εξαιτίας της έλλειψης τών χρημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στενός.

Greek Monotonic

στένος: -εος, τό, πρβλ. Ιων. στεῖνος.