συγκατοικέω: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution

Source
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />habiter avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατοικέω]].
|btext=-ῶ :<br />habiter avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατοικέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκατοικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διαμένω]], [[κατοικώ]] μαζί με κάποιον, [[συγκατοικώ]], [[συνοικώ]], <i>τινί</i>, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 01:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατοικέω Medium diacritics: συγκατοικέω Low diacritics: συγκατοικέω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΕΩ
Transliteration A: synkatoikéō Transliteration B: synkatoikeō Transliteration C: sygkatoikeo Beta Code: sugkatoike/w

English (LSJ)

   A dwell with one, τινι Plu.Per.20: metaph., γέρων γέροντι συγκατῴκηεν πίνος S.OC1259.

German (Pape)

[Seite 966] mit bewohnen, τῆς (ἐσθῆτος) ὁ δυσφιλὴς γέρων γέροντι συγκατῴκηκεν πίνος, Soph. O. C. 1261.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατοικέω: κατοικῶ ὁμοῦ μετά τινος, τινι Πλουτ. Περικλ. 20· μεταφ., γέρων γέροντι συγκατῴκηκεν πίνος Σοφ. Ο. Κ. 1259.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
habiter avec, τινι.
Étymologie: σύν, κατοικέω.

Greek Monotonic

συγκατοικέω: μέλ. -ήσω, διαμένω, κατοικώ μαζί με κάποιον, συγκατοικώ, συνοικώ, τινί, σε Σοφ.