συμβούλευμα: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α [[συμβουλεύω]]<br /><b>1.</b> [[υπόδειξη]], [[παραίνεση]]<br /><b>2.</b> επίσημη [[οδηγία]]. | |mltxt=τὸ, Α [[συμβουλεύω]]<br /><b>1.</b> [[υπόδειξη]], [[παραίνεση]]<br /><b>2.</b> επίσημη [[οδηγία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συμβούλευμα:''' -ατος, τό, [[συμβουλή]] που παρέχεται, σε Ξεν., Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A advice given, X.Ap.13, Eq.9.12; σ. Περιάνδρου πρὸς Θρασύβουλον Arist.Pol.1311a20; official instruction, PFay.20.18 (iii/iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 980] τό, ertheilter Rath, θεοῦ, Xen. Apol. 13.
Greek (Liddell-Scott)
συμβούλευμα: τό, συμβουλή, Ξεν. Ἀπολ. 13, Ἱππ. 9. 12· σ. Περιάνδρου πρὸς Θρασύβουλον Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 13.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
conseil, avertissement.
Étymologie: συμβουλεύω.
Greek Monolingual
τὸ, Α συμβουλεύω
1. υπόδειξη, παραίνεση
2. επίσημη οδηγία.
Greek Monolingual
τὸ, Α συμβουλεύω
1. υπόδειξη, παραίνεση
2. επίσημη οδηγία.
Greek Monotonic
συμβούλευμα: -ατος, τό, συμβουλή που παρέχεται, σε Ξεν., Αριστ.