συνεισπλέω: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[εισπλέω]] [[μαζί]] με κάποιον ή συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἰσπλέω]] «[[καταπλέω]], [[μπαίνω]] σε [[λιμάνι]]»].
|mltxt=Α<br />[[εισπλέω]] [[μαζί]] με κάποιον ή συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἰσπλέω]] «[[καταπλέω]], [[μπαίνω]] σε [[λιμάνι]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεισπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]], [[εισπλέω]] από κοινού, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 01:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεισπλέω Medium diacritics: συνεισπλέω Low diacritics: συνεισπλέω Capitals: ΣΥΝΕΙΣΠΛΕΩ
Transliteration A: syneispléō Transliteration B: syneispleō Transliteration C: syneispleo Beta Code: suneisple/w

English (LSJ)

   A sail into together, εἰς λιμένα X.HG1.6.16: abs., Eun.VSp.485 B.

German (Pape)

[Seite 1011] (s. πλέω), mit oder zugleich hineinschiffen, -fahren, εἰς λιμένα, Xen. Hell. 1, 6, 16.

Greek (Liddell-Scott)

συνεισπλέω: εἰσπλέω ὁμοῦ, Καλλικρατίδας ξυνεισέπλευσεν εἰς τὸν λιμένα Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 16.

French (Bailly abrégé)

entrer ensemble ou en même temps dans un port.
Étymologie: σύν, εἰσπλέω.

Greek Monolingual

Α
εισπλέω μαζί με κάποιον ή συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰσπλέω «καταπλέω, μπαίνω σε λιμάνι»].

Greek Monolingual

Α
εισπλέω μαζί με κάποιον ή συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰσπλέω «καταπλέω, μπαίνω σε λιμάνι»].

Greek Monotonic

συνεισπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, εισπλέω από κοινού, σε Ξεν.