συνεπιρρέπω: Difference between revisions

From LSJ

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source
(39)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐπιρρέπω]]<br />[[γέρνω]] [[προς]] ένα [[σημείο]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]].
|mltxt=Α [[ἐπιρρέπω]]<br />[[γέρνω]] [[προς]] ένα [[σημείο]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεπιρρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ρέπω]], [[κλίνω]] προς [[κάτι]] από κοινού, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 02:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιρρέπω Medium diacritics: συνεπιρρέπω Low diacritics: συνεπιρρέπω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΡΡΕΠΩ
Transliteration A: synepirrépō Transliteration B: synepirrepō Transliteration C: synepirrepo Beta Code: sunepirre/pw

English (LSJ)

   A incline towards together, Plu.Phoc.2.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιρρέπω: ἐπιρρέπω πρός τι ὁμοῦ, συνεπιρρέπει τούτῳ (δηλ. τῷ ὀφθαλμῷ) καὶ ἡ διάνοια Πλουτ. Φωκ. 2.

French (Bailly abrégé)

se pencher ensemble vers.
Étymologie: σύν, ἐπιρρέπω.

Greek Monolingual

Α ἐπιρρέπω
γέρνω προς ένα σημείο μαζί με κάποιον άλλο.

Greek Monolingual

Α ἐπιρρέπω
γέρνω προς ένα σημείο μαζί με κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

συνεπιρρέπω: μέλ. -ψω, ρέπω, κλίνω προς κάτι από κοινού, σε Πλούτ.