τάφρη: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[τράφη]], ἡ, Α<br /><b>ιων. τ.</b> [[τάφρος]] («τάφρην ὀρύξας εὐρείην», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[τάφρος]] (<i>ἡ</i>), [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>η</i>].
|mltxt=και [[τράφη]], ἡ, Α<br /><b>ιων. τ.</b> [[τάφρος]] («τάφρην ὀρύξας εὐρείην», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[τάφρος]] (<i>ἡ</i>), [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>η</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τάφρη:''' ἡ, Ιων. αντί [[τάφρος]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 02:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάφρη Medium diacritics: τάφρη Low diacritics: τάφρη Capitals: ΤΑΦΡΗ
Transliteration A: táphrē Transliteration B: taphrē Transliteration C: tafri Beta Code: ta/frh

English (LSJ)

ἡ, Ion. for τάφρος (which is v.l.), Hdt.4.28,201: also τράφη, IG12(7).62.27 (Amorgos, iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 1075] ἡ, ion. statt τάφρος, Her. 4, 201; Suid.

Greek (Liddell-Scott)

τάφρη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τάφρος, Ἡρόδ. 4. 28, 201, ἔνθα ἴδε Schweigh.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
c. τάφρος.

Greek Monolingual

και τράφη, ἡ, Α
ιων. τ. τάφρος («τάφρην ὀρύξας εὐρείην», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του τάφρος (), κατά τα θηλ. σε -η].

Greek Monotonic

τάφρη: ἡ, Ιων. αντί τάφρος, σε Ηρόδ.