τετραγλώχις: Difference between revisions
From LSJ
ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα → by superficial we mean those that are obvious to all
(41) |
(6) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ινος, ό, ἡ, Α<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] γωνίες, [[τετράγωνος]] («καὶ σὺ [[τετραγλώχιν]], μηλοσσόε, Μαιάδος Ἑρμᾱ», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλώχις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλωχίν]] «[[αιχμή]], [[μύτη]]»), <b>πρβλ.</b> <i>τρι</i>-<i>γλώχις</i>]. | |mltxt=-ινος, ό, ἡ, Α<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] γωνίες, [[τετράγωνος]] («καὶ σὺ [[τετραγλώχιν]], μηλοσσόε, Μαιάδος Ἑρμᾱ», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλώχις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλωχίν]] «[[αιχμή]], [[μύτη]]»), <b>πρβλ.</b> <i>τρι</i>-<i>γλώχις</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τετραγλώχῑς:''' -ῖνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[τέσσερις]] γωνίες, [[τετράγωνος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:04, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
τετραγλώχῑς: ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τέσσαρας γωνίας, τετράγωνος, Ἀνθ. Π. 6. 334.
French (Bailly abrégé)
ινος (ὁ, ἡ)
à quatre pointes ; quadrangulaire.
Étymologie: τέσσαρες, γλωχίς.
Greek Monolingual
-ινος, ό, ἡ, Α
αυτός που έχει τέσσερεις γωνίες, τετράγωνος («καὶ σὺ τετραγλώχιν, μηλοσσόε, Μαιάδος Ἑρμᾱ», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -γλώχις (< γλωχίν «αιχμή, μύτη»), πρβλ. τρι-γλώχις].
Greek Monotonic
τετραγλώχῑς: -ῖνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει τέσσερις γωνίες, τετράγωνος, σε Ανθ.