τεσσαράβοιος: Difference between revisions

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
(41)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) αυτός που έχει [[αξία]] τεσσάρων βοδιών ή τεσσάρων βοδινών δερμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέσσαρες]], -<i>α</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βοιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βοῦς]], -<i>οός</i>, <b>πρβλ.</b> <i>μυριό</i>-<i>βοιος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) αυτός που έχει [[αξία]] τεσσάρων βοδιών ή τεσσάρων βοδινών δερμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέσσαρες]], -<i>α</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βοιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βοῦς]], -<i>οός</i>, <b>πρβλ.</b> <i>μυριό</i>-<i>βοιος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τεσσᾰράβοιος:''' -ον (ρᾰ, [[βοῦς]]), αυτός που αξίζει [[τέσσερα]] βόδια, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 02:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεσσᾰράβοιος Medium diacritics: τεσσαράβοιος Low diacritics: τεσσαράβοιος Capitals: ΤΕΣΣΑΡΑΒΟΙΟΣ
Transliteration A: tessaráboios Transliteration B: tessaraboios Transliteration C: tessaravoios Beta Code: tessara/boios

English (LSJ)

[ρᾰ], ον,

   A worth four steers, Il.23.705.

German (Pape)

[Seite 1095] 1) vier Stiere oder Rinder werth, Il. 23, 705. – 2) von vier Ochsenhäuten gemacht.

Greek (Liddell-Scott)

τεσσᾰράβοιος: -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν τεσσάρων βοῶν, τίον δέ ἑ τεσσαράβοιον, «ἣν ἔτιον, ἐτιμῶντο, τεσσάρων βοῶν ἀξίαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 705.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du prix de quatre bœufs.
Étymologie: τέσσαρες, βοῦς.

English (Autenrieth)

(βοῦς): worth four cattle, Il. 23.705†.

Greek Monolingual

-ον, Α
(επικ. τ.) αυτός που έχει αξία τεσσάρων βοδιών ή τεσσάρων βοδινών δερμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέσσαρες, -α + -βοιος (< βοῦς, -οός, πρβλ. μυριό-βοιος].

Greek Monotonic

τεσσᾰράβοιος: -ον (ρᾰ, βοῦς), αυτός που αξίζει τέσσερα βόδια, σε Ομήρ. Ιλ.