τίπτε: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379
(41)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) <b>βλ.</b> <i>τί ποτε</i>.
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) <b>βλ.</b> <i>τί ποτε</i>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''τίπτε:''' Επικ. συγκεκ. [[τύπος]] του [[τίποτε]]; σε Όμηρ., Αισχύλ.· [[πριν]] από δασυνόμενο [[φωνήεν]], [[τίφθ']], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 02:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τίπτε Medium diacritics: τίπτε Low diacritics: τίπτε Capitals: ΤΙΠΤΕ
Transliteration A: típte Transliteration B: tipte Transliteration C: tipte Beta Code: ti/pte

English (LSJ)

Ep. sync. form for τί ποτε; Il.6.254, al., A.Ag.975 (lyr.):—elided before an aspirate, τίφθ' Il.4.243, al.:—on τίπτε δέ σε χρεώ,

   A v. χρεώ.

German (Pape)

[Seite 1117] ep. synkop. Form für das Vorige; elidirt vor einer Aspirat. τίφθ'; oft Hom.; Aesch. Ag. 949.

Greek (Liddell-Scott)

τίπτε: Ἐπικ. συγκεκομμ. τύπος τοῦ τίποτε; Ὅμ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 975 (λυρ.)· - συχν. πάσχει ἔκθλιψιν πρὸ δασυνομένου φωνήεντος, τίφθ’ Ἰλ. Δ. 243, κ. ἀλλ.· - περὶ τοῦ τίπτε δέ σε χρεώ, ἴδε ἐν λέξ. χρεὼ Ι. 2.

French (Bailly abrégé)

sync épq. p. τί ποτε ;;
dev. une voy. aspirée τίφθ’;
pourquoi enfin ?

English (Autenrieth)

(= τί ποτε), τίπτ, τίφθ: why pray?

Greek Monolingual

Α
(επικ. τ.) βλ. τί ποτε.

Greek Monotonic

τίπτε: Επικ. συγκεκ. τύπος του τίποτε; σε Όμηρ., Αισχύλ.· πριν από δασυνόμενο φωνήεν, τίφθ', σε Ομήρ. Ιλ.