τριετηρίς: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
(SL_2) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>τρῐετηρῐς</b> <br /> <b>1</b> [[biennial]] [[festival]] ἐν ἀμφικτιόνων ταυροφόνῳ τριετηρίδι (the Isthmian games) (N. 6.40) | |sltr=<b>τρῐετηρῐς</b> <br /> <b>1</b> [[biennial]] [[festival]] ἐν ἀμφικτιόνων ταυροφόνῳ τριετηρίδι (the Isthmian games) (N. 6.40) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τριετηρίς:''' (ενν. [[ἑορτή]]), -[[ίδος]], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[εορτή]] που τελείται [[κάθε]] [[τρία]] χρόνια, σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> (ενν. [[περίοδος]]), [[κύκλος]] ή [[περίοδος]] τριών ετών, σε Ομηρ. Ύμν., Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 31 December 2018
English (LSJ)
(sc. ἑορτή), ίδος, ἡ,
A triennial festival, i. e. celebrated every third year (inclusively), = in alternate years, Pi.N.6.40, IG22.1672.258,262, OGI51.27 (Egypt, iii B. C.), 299.17, 331.8 (both Pergam., ii B. C.), IG12(1).730.15 (Camirus, ii/i B. C.): pl., Hdt.4.108, E.Ba.133 (lyr.), Pl.Lg.834e; in full, τ. θυσίαι D.S.4.3; τ. ἑορταί Artem.4.39. 2 (sc. περίοδος) cycle or period of three (two) years, h.Hom.1.11, Arist.Pol.1308b1, IG12(1).155.50 (Rhodes, ii B. C.), PGrenf.2.69.22 (iii A. D.): so τ. ὧραι Orph.H.54.3. 3 γυναῖκες τ. celebrating the triennial festival, Opp.C.4.235.
Greek (Liddell-Scott)
τριετηρίς: (ἐξυπ. ἑορτή), ίδος, ἡ, κατὰ τριετίαν τελουμένη ἑορτή, μάλιστα τοῦ Διονύσου, ἀλλὰ καὶ τοῦ Ποσειδῶνος, τῆς Ἥρας καὶ ἄλλων θεοτήτων, ἐν τῷ ἑνικῷ, Πινδ. Ν. 6. 69· ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 4. 108, Εὐρ. Βάκχ. 133, Πλάτ. Νόμ. 834Ε. 2) (ἐξυπακουομένου τοῦ περίοδος), κύκλος ἢ περίοδος τριῶν ἐτῶν, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 8, 10· - οὕτω, τ. ὧραι Ὀρφ. Ὕμν. 53. 3· τ. θυσίαι Διόδ. 4. 3. 3) γυναῖκες τ., ἑορτάζουσαι τὴν τριετηρίδα, Ὀππ. Κυνηγ. 4. 235· ἀνθ’ οὗ ὁ Ἐπιφάνιος ἔχει τριετηρῖτις, ἡ.
French (Bailly abrégé)
ίδος
triennal ; ἡ τριετηρίς (ἑορτή) fête triennale.
Étymologie: τριετής.
English (Slater)
τρῐετηρῐς
1 biennial festival ἐν ἀμφικτιόνων ταυροφόνῳ τριετηρίδι (the Isthmian games) (N. 6.40)
Greek Monotonic
τριετηρίς: (ενν. ἑορτή), -ίδος, ἡ,
1. εορτή που τελείται κάθε τρία χρόνια, σε Ηρόδ., Ευρ.
2. (ενν. περίοδος), κύκλος ή περίοδος τριών ετών, σε Ομηρ. Ύμν., Αριστ.