ὕπαυλος: Difference between revisions

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
(Bailly1_5)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sous l’abri de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[αὐλή]].
|btext=ος, ον :<br />sous l’abri de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[αὐλή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὕπαυλος:''' -ον ([[αὐλή]]), αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από την [[αυλή]], [[αύλειος]], με γεν., σκηνῆς [[ὕπαυλος]], υπό τη [[σκέπη]] της σκηνής, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕπαυλος Medium diacritics: ὕπαυλος Low diacritics: ύπαυλος Capitals: ΥΠΑΥΛΟΣ
Transliteration A: hýpaulos Transliteration B: hypaulos Transliteration C: ypavlos Beta Code: u(/paulos

English (LSJ)

ον, (αὐλή)

   A under or in the court, c. gen., σκηνῆς ὕπαυλος under shelter of the tent, S.Aj.796.

Greek (Liddell-Scott)

ὕπαυλος: -ον, (αὐλὴ) ὁ ὑπὸ τὴν αὐλὴν ἢ ἐν τῇ αὐλῇ, μετά γεν., σκηνῆς ὕπαυλος, ὑπὸ τὴν σκέπην τῆς σκηνῆς, Σοφ. Αἴ. 796.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sous l’abri de, gén..
Étymologie: ὑπό, αὐλή.

Greek Monotonic

ὕπαυλος: -ον (αὐλή), αυτός που βρίσκεται κάτω από την αυλή, αύλειος, με γεν., σκηνῆς ὕπαυλος, υπό τη σκέπη της σκηνής, σε Σοφ.