ὑπέρμεγας: Difference between revisions

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
(43)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὑπερμεγάλη, ὑπέρμεγα, ΜΑ [[μέγας]]<br />[[πάρα]] πολύ [[μεγάλος]], [[υπερμεγέθης]].
|mltxt=ὑπερμεγάλη, ὑπέρμεγα, ΜΑ [[μέγας]]<br />[[πάρα]] πολύ [[μεγάλος]], [[υπερμεγέθης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέρμεγας:''' -άλη, -α, υπερβολικά [[μεγάλος]], [[έξοχος]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 02:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρμεγας Medium diacritics: ὑπέρμεγας Low diacritics: υπέρμεγας Capitals: ΥΠΕΡΜΕΓΑΣ
Transliteration A: hypérmegas Transliteration B: hypermegas Transliteration C: ypermegas Beta Code: u(pe/rmegas

English (LSJ)

άλη, α,

   A immensely great, Ar.Eq.158, Ael.NA6.63, etc.

German (Pape)

[Seite 1198] μεγάλη, μεγα, übergroß, übermäßig groß; Ar. Equ. 158; Ael. H. A. 6, 63.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρμεγας: άλη, α, εἰς ὑπερβολὴν μέγας, ὦ νῦν μὲν οὐδείς, αὔριον δὲ ὑπέρμεγας Ἀριστοφ. Ἱππ. 158, Αἰλ. π. Ζῴων 6. 63, κλπ.

Greek Monolingual

ὑπερμεγάλη, ὑπέρμεγα, ΜΑ μέγας
πάρα πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης.

Greek Monotonic

ὑπέρμεγας: -άλη, -α, υπερβολικά μεγάλος, έξοχος, σε Αριστοφ.