φηλήτης: Difference between revisions

From LSJ

Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid

Menander, Monostichoi, 316
(44)
(6)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /> <b>βλ.</b> [[φιλήτης]].
|mltxt=ὁ, Α<br /> <b>βλ.</b> [[φιλήτης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φηλήτης:''' -ου, ὁ ([[φῆλος]]), [[απατεώνας]], [[κλέφτης]], σε Ησίοδ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 02:24, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

φηλήτης: -ου, ἢ φηλητής, οῦ, ὁ· (φηλός)· ― ἀπατεών, δόλιος, κλέπτης, φῶτες φηληταὶ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 67, 446· φηλήτης ἀνὴρ Αἰσχύλ. Χο. 1001· ἀνδρὶ φηλήτῃ Σοφ. Ἀποσπ. 671· Ἑρμῆς φηλητῶν ἄναξ Εὐρ. Ρῆσ. 217· ὃς δὲ γυναικὶ πέποιθε, πέποιθ’ ὅ γε φηλήτῃσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 373· ― παρὰ μεταγενεστέροις ὁ τύπος φῑλήτης ἐπεκράτησε (καὶ εἰσήχθη ὑπὸ τῶν Ἀντιγραφέων εἰς τὸ κείμενον τοῦ Ἡσιόδ.), φιλήτης ὁ Ἔρως καλοῖτ’ ἂν Ἀνθ. Π. 5. 309· τῶν φιλητέων... ἄνακτα (ἐξυπακ. Ἑρμῆν) Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1108· καὶ οὕτωςλέξις φέρεται παρ’ Εὐστ., Φωτ., Χοιροβοσκ. καὶ Ἡσυχ. ― Ἴδε φηλητεύω καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
trompeur, voleur.
Étymologie: φηλός.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. φιλήτης.

Greek Monotonic

φηλήτης: -ου, ὁ (φῆλος), απατεώνας, κλέφτης, σε Ησίοδ. κ.λπ.