φηλητεύω
From LSJ
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
English (LSJ)
φηλήτης, v. φιλητεύω, φιλήτης.
German (Pape)
[Seite 1267] betrügen, bestehlen, berauben, H. h. Merc. 159.
French (Bailly abrégé)
tromper, voler.
Étymologie: φηλήτης.
Russian (Dvoretsky)
φηλητεύω: мошенничать, воровать HH.
Greek (Liddell-Scott)
φηλητεύω: ἀπατῶ, ἐξαπατῶ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 159.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) βλ. φιλητευω.
Greek Monotonic
φηλητεύω: κοροϊδεύω, εξαπατώ, σε Ομηρ. Ύμν.