ὑπολίζων: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt

Menander, Monostichoi, 170
(44)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όλιζον, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) (στον Όμ.) ο [[κάπως]] λιγότερος («ὑπολίζονες<br />μεγέθει ἐλάσσονες, ὀλιγώτεροι», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀλίζων]], παλαιότερος τ. συγκριτ. του [[ὀλίγος]].
|mltxt=-όλιζον, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) (στον Όμ.) ο [[κάπως]] λιγότερος («ὑπολίζονες<br />μεγέθει ἐλάσσονες, ὀλιγώτεροι», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀλίζων]], παλαιότερος τ. συγκριτ. του [[ὀλίγος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπολίζων:''' -ον, κάπως λιγότερος ή [[μικρότερος]] σε αριθμό, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 02:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπολίζων Medium diacritics: ὑπολίζων Low diacritics: υπολίζων Capitals: ΥΠΟΛΙΖΩΝ
Transliteration A: hypolízōn Transliteration B: hypolizōn Transliteration C: ypolizon Beta Code: u(poli/zwn

English (LSJ)

   A v. ὀλίγος VI. 1.

German (Pape)

[Seite 1224] gen. ονος, etwas weniger, kleiner, λαοὶ δ' ὑπολίζονες ἦσαν Il. 18, 519, als die Götter.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπολίζων: -ον, γενικ. ονος, ὀλίγον τι ὀλιγώτερος, λαοὶ δ’ ὑπολίζονες ἦσαν, «ἐλάσσονες καὶ μικρότεροι» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 519. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπολίζον(τ)ες· μεγέθει ἐλάσσονες, ὀλιγώτεροι».

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
un peu moindre.
Étymologie: ὑπό, ὀλίγος.

English (Autenrieth)

ονος (comp. from ὀλίγος): somewhat smaller, on a smaller scale, Il. 18.519†. Also written as two words.

Greek Monolingual

-όλιζον, Α
(επικ. τ.) (στον Όμ.) ο κάπως λιγότερος («ὑπολίζονες
μεγέθει ἐλάσσονες, ὀλιγώτεροι», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὀλίζων, παλαιότερος τ. συγκριτ. του ὀλίγος.

Greek Monotonic

ὑπολίζων: -ον, κάπως λιγότερος ή μικρότερος σε αριθμό, σε Ομήρ. Ιλ.