φιλομάθεια: Difference between revisions
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
(45) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και δ. γρφ. [[φιλομαθία]] Α [[φιλομαθής]]<br />[[αγάπη]] και [[προσπάθεια]] για [[μάθηση]], για [[πρόσκτηση]] γνώσεων. | |mltxt=η, ΝΜΑ, και δ. γρφ. [[φιλομαθία]] Α [[φιλομαθής]]<br />[[αγάπη]] και [[προσπάθεια]] για [[μάθηση]], για [[πρόσκτηση]] γνώσεων. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φῐλομάθεια:''' ἡ, [[αγάπη]] για [[μάθηση]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:28, 31 December 2018
English (LSJ)
[μᾰ], ἡ,
A love of learning or knowledge, curiosity, Pl. R.499e, Ti.90b, Arist.EN1117b29; φιλομαθείας χάριν Str.14.1.16: in codd. of Pl.Ti. l.c. and later writers (as Phld.Mort.33, Asp. in EN88.9) freq. -μᾰθία. -έω, to be fond of learning, eager after knowledge, Pl.Lg.810a, Plb.1.13.9, Phld.Mort.38, Corn.ND14; φ. περί τινος Plb.3.59.4.
German (Pape)
[Seite 1282] ἡ, Lernbegier, Wißbegier, Plat. Tim. 90 b Rep. VI, 499 e.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλομάθεια: ἡ ἀγάπη πρὸς τὴν μάθησιν ἢ γνῶσιν, Πλάτ. Πολ. 499Ε, Τίμ. 90Β, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 3. 10, 2· ― παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσι καὶ τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις φιλομαθία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
désir d’apprendre.
Étymologie: φιλομαθής.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και δ. γρφ. φιλομαθία Α φιλομαθής
αγάπη και προσπάθεια για μάθηση, για πρόσκτηση γνώσεων.