ὑψηλόκρημνος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
(44)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, ψηλούς βράχους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑψηλός]] <span style="color: red;">+</span> [[κρημνός]] «[[γκρεμός]], [[φαράγγι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>κρημνος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, ψηλούς βράχους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑψηλός]] <span style="color: red;">+</span> [[κρημνός]] «[[γκρεμός]], [[φαράγγι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>κρημνος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑψηλόκρημνος:''' -ον, αυτός που έχει ψηλούς γκρεμούς, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 02:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψηλόκρημνος Medium diacritics: ὑψηλόκρημνος Low diacritics: υψηλόκρημνος Capitals: ΥΨΗΛΟΚΡΗΜΝΟΣ
Transliteration A: hypsēlókrēmnos Transliteration B: hypsēlokrēmnos Transliteration C: ypsilokrimnos Beta Code: u(yhlo/krhmnos

English (LSJ)

ον,

   A with lofty cliffs, πέτραι A.Pr.5.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψηλόκρημνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ὑψηλόκρημνοι πέτραι Αἰσχύλ. Πρ. 5· πρβλ. ὑψίκρημνος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux escarpements élevés.
Étymologie: ὑψηλός, κρημνός.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, ψηλούς βράχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + κρημνός «γκρεμός, φαράγγι» (πρβλ. πολύ-κρημνος)].

Greek Monotonic

ὑψηλόκρημνος: -ον, αυτός που έχει ψηλούς γκρεμούς, σε Αισχύλ.