χέννιον: Difference between revisions

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] ορτυκιού που το έτρωγαν παστό στην Αίγυπτο<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]] πρόκειται για αιγυπτιακό [[δάνειο]]].
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] ορτυκιού που το έτρωγαν παστό στην Αίγυπτο<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]] πρόκειται για αιγυπτιακό [[δάνειο]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χέννιον:''' τό, είδος μικρού ορτυκιού, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χέννιον Medium diacritics: χέννιον Low diacritics: χέννιον Capitals: ΧΕΝΝΙΟΝ
Transliteration A: chénnion Transliteration B: chennion Transliteration C: chennion Beta Code: xe/nnion

English (LSJ)

τό,

   A quail (Egyptian chennu), salted and eaten by the Egyptians, PSI4.428.21, 7.862.11 (iii B. C.), Hipparch.Epic. ap. Ath. 9.393c, AP9.377 (Pall.), PLond.2.239.12 (iv A. D.).    II a kind of fish, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1349] τό, eine Wachtelart, die in Aegypten eingesalzen wurde; Hipparch. bei Ath. IX, 393 c; Pallad. 21 (IX, 377).

Greek (Liddell-Scott)

χέννιον: τό, εἶδος μικροῦ ὀρτυγίου ταριχευομένου καὶ ἐσθιομένου ὑπὸ τῶν Αἰγυπτίων, Ἵππαρχ. παρ’ Ἀθη. 393C, Ἀνθ. Παλατ. 9. 377. - Καθ’ Ἡσύχ.: «χεννίον (παροξυτ.)· ὀρνιθάριόν τι κατ’ Αἴγυπτον ταριχευόμενον, καὶ εἶδος ἰχθύος».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sorte de caille, oiseau.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. είδος ορτυκιού που το έτρωγαν παστό στην Αίγυπτο
2. ονομασία ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη πρόκειται για αιγυπτιακό δάνειο].

Greek Monotonic

χέννιον: τό, είδος μικρού ορτυκιού, σε Ανθ.