χειροτεχνικός: Difference between revisions
(46) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[χειροτεχνικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[χειροτέχνης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[χειροτεχνία]] και στα χειροτεχνήματα (α. «χειροτεχνική [[επιδεξιότητα]]» β. «χειροτεχνικό [[επιμελητήριο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> βασισμένος σε παλαιά [[τεχνολογία]] ή σε παλαιές, ξεπερασμένες αρχές και μεθόδους, [[καθυστερημένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χειρώνακτες («χειροτεχνικῶν περὶ συμβολαίων καὶ λοιδοριῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιδέξιος]], [[ικανός]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ χειροτεχνική</i><br />η χειρωνακτική [[εργασία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χειροτεχνικῶς</i> Α<br />χειρωνακτικά. | |mltxt=-ή, -ό / [[χειροτεχνικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[χειροτέχνης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[χειροτεχνία]] και στα χειροτεχνήματα (α. «χειροτεχνική [[επιδεξιότητα]]» β. «χειροτεχνικό [[επιμελητήριο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> βασισμένος σε παλαιά [[τεχνολογία]] ή σε παλαιές, ξεπερασμένες αρχές και μεθόδους, [[καθυστερημένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χειρώνακτες («χειροτεχνικῶν περὶ συμβολαίων καὶ λοιδοριῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιδέξιος]], [[ικανός]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ χειροτεχνική</i><br />η χειρωνακτική [[εργασία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χειροτεχνικῶς</i> Α<br />χειρωνακτικά. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χειροτεχνικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[χειροτεχνία]], [[επιδέξιος]], <i>χειροτεχνικώτατος</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τεχνίτες, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A skilful, Ar.V.1276 (Sup.). 2 handicraftsmen or artisans, συμβόλαια Pl.R.425d: ἡ χειροτεχνική (sc. τέχνη),
A = χειροτεχνία, Id.Plt.259c: pl., Id.Phlb.55d. Adv. -κῶς Il.2.148.
German (Pape)
[Seite 1347] ή, όν, zum Handwerk oder zum Handwerker gehörig, geschickt im Handwerk; superlat. bei Ar. Vesp. 1276; ξυμβόλαια Plat. Rep. IV, 425 d; ἡ χειροτεχνικὴ καὶ ὅλως πρακτική, sc. τέχνη, Polit. 259 c.
Greek (Liddell-Scott)
χειροτεχνικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χειροτεχνίαν, χειροτεχνικώτατος Ἀριστοφ. Σφ. 1276. 2) ὁ ἀνήκων εἰς χειροτέχνας ἢ χειρώνακτας, ξυμβόλαια Πλάτ. Πολ. 425D· - ἡ χειροτεχνικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), = χειροτεχνία, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 259C· καὶ ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 55D. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Β΄ , 148.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne les arts manuels;
2 habile dans un art manuel;
Sp. χειροτεχνικώτατος.
Étymologie: χειροτέχνης.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χειροτεχνικός, -ή, -όν, ΝΑ χειροτέχνης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χειροτεχνία και στα χειροτεχνήματα (α. «χειροτεχνική επιδεξιότητα» β. «χειροτεχνικό επιμελητήριο»)
νεοελλ.
μτφ. βασισμένος σε παλαιά τεχνολογία ή σε παλαιές, ξεπερασμένες αρχές και μεθόδους, καθυστερημένος
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χειρώνακτες («χειροτεχνικῶν περὶ συμβολαίων καὶ λοιδοριῶν», Πλάτ.)
2. επιδέξιος, ικανός σε κάτι
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ χειροτεχνική
η χειρωνακτική εργασία.
επίρρ...
χειροτεχνικῶς Α
χειρωνακτικά.
Greek Monotonic
χειροτεχνικός: -ή, -όν,
1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε χειροτεχνία, επιδέξιος, χειροτεχνικώτατος, σε Αριστοφ.
2. λέγεται για τεχνίτες, σε Πλάτ.