ὠνητέος: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
(Bailly1_5)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ὠνέομαι]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ὠνέομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὠνητέος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">1.</b> ρημ. επίθ. του [[ὠνέομαι]], αυτός που πρέπει να αγοραστεί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ὠνητέον</i>, αυτό που πρέπει να αγοράσει [[κάποιος]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 02:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠνητέος Medium diacritics: ὠνητέος Low diacritics: ωνητέος Capitals: ΩΝΗΤΕΟΣ
Transliteration A: ōnētéos Transliteration B: ōnēteos Transliteration C: oniteos Beta Code: w)nhte/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be bought, Pl.Lg.849c, Amphis 1.4.    2 ὠνητέον, one must buy, Luc.Herm.58.

Greek (Liddell-Scott)

ὠνητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει ν’ ἀγοράσῃ τις, Πλάτ. Νόμ. 849C, Ἄμφις ἐν «Ἀθάμαντι» 1. 2) ὠνητέον, πρέπει ν’ ἀγοράσῃ τις, Λουκ. Ἑρμότ. 58.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ὠνέομαι.

Greek Monotonic

ὠνητέος: -α, -ον,
1. ρημ. επίθ. του ὠνέομαι, αυτός που πρέπει να αγοραστεί, σε Πλάτ.
2. ὠνητέον, αυτό που πρέπει να αγοράσει κάποιος, σε Λουκ.