ᾠδοποιός: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(47c) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όν, Α<br />αυτός που συνθέτει ωδές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ᾠδή</i> <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]]. | |mltxt=-όν, Α<br />αυτός που συνθέτει ωδές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ᾠδή</i> <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ᾠδοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που συνθέτει τραγούδια ή ωδές, σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:44, 31 December 2018
English (LSJ)
όν,
A making songs or odes, Theoc.Ep.17.4.
German (Pape)
[Seite 1408] Lieder machend, dichtend, Theocr. 15 (IX, 599).
Greek (Liddell-Scott)
ᾠδοποιός: -όν, ὁ ποιῶν ᾠδάς, ᾀσματοποιός, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 16. 4.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui fait des chants, des chansons, poète lyrique.
Étymologie: ᾠδή, ποιέω.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που συνθέτει ωδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠδή + -ποιός].
Greek Monotonic
ᾠδοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που συνθέτει τραγούδια ή ωδές, σε Θεόκρ.