ᾠδοποιός
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
English (LSJ)
ᾠδοποιόν, making songs or odes, Theoc.Ep.17.4.
German (Pape)
[Seite 1408] Lieder machend, dichtend, Theocr. 15 (IX, 599).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui fait des chants, des chansons, poète lyrique.
Étymologie: ᾠδή, ποιέω.
Russian (Dvoretsky)
ᾠδοποιός: ὁ сочинитель песен, лирический поэт Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
ᾠδοποιός: -όν, ὁ ποιῶν ᾠδάς, ᾀσματοποιός, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 16. 4.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που συνθέτει ωδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠδή + -ποιός].
Greek Monotonic
ᾠδοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που συνθέτει τραγούδια ή ωδές, σε Θεόκρ.