ἀπολέμητος: Difference between revisions
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
(5) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπολέμητος]], -ον) [[πολεμώ]]<br />όποιος δεν έχει υποστεί τα [[δεινά]] του πολέμου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν δέχθηκε εχθρική [[επίθεση]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν πολέμησε<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ακαταμάχητος]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπολέμητος]], -ον) [[πολεμώ]]<br />όποιος δεν έχει υποστεί τα [[δεινά]] του πολέμου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν δέχθηκε εχθρική [[επίθεση]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν πολέμησε<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ακαταμάχητος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπολέμητος:''' не охваченный войной Polyb., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not warred on, Plb.3.90.7, Luc.DDeor.20.12.
German (Pape)
[Seite 311] unbekriegt, χώρα Pol. 3, 90.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολέμητος: -ον, ὁ μὴ πολεμηθείς, ὁ μὴ ὑποστὰς τὰ δεινὰ τοῦ πολέμου, χώραν πολλῶν χρόνων ἀπολέμητον Πολύβ. 3. 90, 7. Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 12, κ. ἀλλ.
Spanish (DGE)
-ον
1 contra el que no se ha hecho la guerra χώρα Plb.3.90.7, ἀπολέμητος ἡμῖν ἡ τοῦ πατρὸς ἀρχή el reino de mi padre está libre de guerra Luc.DIud.20.12, τὸ τέλειον γένος Ph.1.513.
2 fig. invencible de la paz de Cristo, Meth.Palm.M.18.389C.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπολέμητος, -ον) πολεμώ
όποιος δεν έχει υποστεί τα δεινά του πολέμου
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν δέχθηκε εχθρική επίθεση
2. αυτός που δεν πολέμησε
μσν.
ο ακαταμάχητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολέμητος: не охваченный войной Polyb., Luc.