βριθοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βρῑθοσύνη:''' ἡ, [[βάρος]], [[βαρύτητα]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''βρῑθοσύνη:''' ἡ, [[βάρος]], [[βαρύτητα]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βρῑθοσύνη:''' ἡ тяжесть, тяжеловесность Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A weight, Il.5.839, 12.460, Nonn.D.1.298.
German (Pape)
[Seite 464] ἡ, dasselbe, Hom. zweimal, dativ. βριθοσύνῃ Versanfang, Iliad. 5, 839 μέγα δ' ἔβραχε φήγινος ἄξων
Greek (Liddell-Scott)
βρῑθοσύνη: ἡ, βάρος, βαρύτης, Ἰλ. Ε. 839, Μ, 460.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
poids, lourd fardeau.
Étymologie: βρίθω.
Spanish (DGE)
(βρῑθοσύνη) -ης, ἡ
peso μέγα δ' ἔβραχε φήγινος ἄξων βριθοσύνῃ Il.5.839, πέσε δὲ λίθος εἴσω βριθοσύνῃ Il.12.460, ἀιδνὴ κήκιε λιγνὺς βριθοσύνῃ A.R.1.390, cf. Nonn.D.1.298, Hsch.
Greek Monolingual
βριθοσύνη, η (Α)
βάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς.
Greek Monotonic
βρῑθοσύνη: ἡ, βάρος, βαρύτητα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
βρῑθοσύνη: ἡ тяжесть, тяжеловесность Hom.