πλινθόομαι: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(6) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλινθόομαι:''' Μέσ., [[οικοδομώ]] όπως με πλίνθους, σε Ανθ. | |lsmtext='''πλινθόομαι:''' Μέσ., [[οικοδομώ]] όπως με πλίνθους, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλινθόομαι:''' строить из кирпичей ([[μέλαθρον]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 31 December 2018
English (LSJ)
Med.,
A build as with bricks, χρυσῷ . . ἐπλινθώσασθε μέλαθρον AP9.423 (Bianor).
Greek (Liddell-Scott)
πλινθόομαι: μέσ., οἰκοδομῶ ὡς διὰ πλίνθων, χρυσῷ... ἐπλινθώσασθε μέλαθρον Ἀνθ. Π. 9. 423.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
construire en briques.
Étymologie: πλίνθος.
Greek Monotonic
πλινθόομαι: Μέσ., οικοδομώ όπως με πλίνθους, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πλινθόομαι: строить из кирпичей (μέλαθρον Anth.).