προσόρμισις: Difference between revisions
From LSJ
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσόρμῐσις:''' ἡ, [[άραγμα]], [[αγκυροβόληση]] σε [[λιμάνι]] ή [[στεριά]], σε Θουκ. | |lsmtext='''προσόρμῐσις:''' ἡ, [[άραγμα]], [[αγκυροβόληση]] σε [[λιμάνι]] ή [[στεριά]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσόρμῐσις:''' εως ἡ прибытие к берегу, причаливание Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:04, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A coming to anchor or to land, Th.4.10.
German (Pape)
[Seite 775] ἡ, das Vorankergehen, Einlaufen in den Hafen, Thuc. 4, 10.
Greek (Liddell-Scott)
προσόρμῐσις: -εως, τὸ προσορμίζεσθαι ἢ ἀγκυροβολεῖν, Θουκ. 4. 10, Συνέσ. 272D.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’aborder, d’atterrir.
Étymologie: προσορμίζω.
Greek Monotonic
προσόρμῐσις: ἡ, άραγμα, αγκυροβόληση σε λιμάνι ή στεριά, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
προσόρμῐσις: εως ἡ прибытие к берегу, причаливание Thuc.