Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περικαθέζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
(5)
(3b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περικαθέζομαι:''' αποθ., [[κάθομαι]] [[ολόγυρα]], σε Λουκ.· με αιτ., [[κάθομαι]] [[ολόγυρα]], [[πολιορκώ]] την πόλη, σε Δημ.
|lsmtext='''περικαθέζομαι:''' αποθ., [[κάθομαι]] [[ολόγυρα]], σε Λουκ.· με αιτ., [[κάθομαι]] [[ολόγυρα]], [[πολιορκώ]] την πόλη, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''περικᾰθέζομαι:''' <b class="num">1)</b> садиться вокруг (περί τι Luc.);<br /><b class="num">2)</b> облагать, осаждать (τὸ [[τεῖχος]] [[πολλῇ]] δυνάμει Dem.).
}}
}}

Revision as of 06:04, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 578] (s. ἔζομαι), sich rings umher niedersetzen, umzingeln; τὸ τεῖχος, Dem. 59, 102; περικαθεσθέντες Luc. V. Il. 1, 23.

Greek (Liddell-Scott)

περικαθέζομαι: ἀποθ., κάθημαι ὁλόγυρα, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 23, Σέξτ. Ἐμπ., κτλ.· μετ’ αἰτ., κάθημαι ὁλόγυρα, πολιορκῶ πόλιν, Δημ. 1379. 23.

French (Bailly abrégé)

ao. περικαθέσθην;
s’asseoir autour : περί τι autour de qch.
Étymologie: περί, καθέζομαι.

Greek Monolingual

Α καθέζομαι
1. κάθομαι ολόγυρα
2. (σχετικά με πόλη) περικυκλώνω, πολιορκώ.

Greek Monotonic

περικαθέζομαι: αποθ., κάθομαι ολόγυρα, σε Λουκ.· με αιτ., κάθομαι ολόγυρα, πολιορκώ την πόλη, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

περικᾰθέζομαι: 1) садиться вокруг (περί τι Luc.);
2) облагать, осаждать (τὸ τεῖχος πολλῇ δυνάμει Dem.).