ἀμφιλογέομαι: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμφιλογέομαι:''' αποθ., [[διαφωνώ]], [[ερίζω]], [[περί]] τινος, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀμφιλογέομαι:''' αποθ., [[διαφωνώ]], [[ερίζω]], [[περί]] τινος, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφιλογέομαι:''' спорить (περί τινος Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 31 December 2018
English (LSJ)
Dep.,
A dispute, doubt, περί τινος Plu.Lys.22.—Act. in J.AJ 8.1.4, Hsch.
German (Pape)
[Seite 140] streiten, περί τινος, Plut. Lys. 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιλογέομαι: ἀποθ., ἀμφιβάλλω, ἐρίζω, φιλονεικῶ, περί τινος, ὡς τὸ ἀμφιλέγω, Πλουτ. Λύσ. 22. Τὸ ἐνεργ. παρ’ Ἰωσήπ. Ἀρ. Ἱ. 18. 1, 4.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
disputer.
Étymologie: ἀμφίλογος.
Greek Monotonic
ἀμφιλογέομαι: αποθ., διαφωνώ, ερίζω, περί τινος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιλογέομαι: спорить (περί τινος Plut.).