δυσχλαινία: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσχλαινία:''' ἡ ([[χλαῖνα]]), [[ευτελής]] [[περιβολή]], [[ενδυμασία]], σε Ευρ.
|lsmtext='''δυσχλαινία:''' ἡ ([[χλαῖνα]]), [[ευτελής]] [[περιβολή]], [[ενδυμασία]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσχλαινία:''' ἡ тж. pl. плохая одежда, рубище Eur.
}}
}}

Revision as of 06:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσχλαινία Medium diacritics: δυσχλαινία Low diacritics: δυσχλαινία Capitals: ΔΥΣΧΛΑΙΝΙΑ
Transliteration A: dyschlainía Transliteration B: dyschlainia Transliteration C: dyschlainia Beta Code: dusxlaini/a

English (LSJ)

ἡ,

   A mean or shabby clothing, E.Hec.240: in pl., τὰς ἐμὰς δυσχλαινίας Id.Hel.416.

German (Pape)

[Seite 691] ἡ. schlechte Kleidung, Eur. Hec. 240; plur., Hel. 423. Von δύσχλαινος, schlecht gekleidet?

Greek (Liddell-Scott)

δυσχλαινία: ἡ, πενιχρά, εὐτελής περιβολή, ἐνδυμασία, Εὐρ. Ἑκ. 240· ἐν τῷ πληθ., τὰς ἐμὰς δυσχλαινίας ὁ αὐτ. Ἑλ. 416.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mauvais manteau, guenille, haillons.
Étymologie: δυσ-, χλαῖνα.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
vestido andrajoso δυσχλαινίᾳ τ' ἄμορφος de Odiseo, E.Hec.240, cf. Hel.416.

Greek Monolingual

δυσχλαινία, η (Α)
φτωχική ενδυμασία.

Greek Monotonic

δυσχλαινία: ἡ (χλαῖνα), ευτελής περιβολή, ενδυμασία, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δυσχλαινία: ἡ тж. pl. плохая одежда, рубище Eur.