δυσάνεκτος: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσάνεκτος:''' -ον, = [[δυσανάσχετος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''δυσάνεκτος:''' -ον, = [[δυσανάσχετος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσάνεκτος:''' невыносимый (πράγματα Xen.).
}}
}}

Revision as of 06:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσάνεκτος Medium diacritics: δυσάνεκτος Low diacritics: δυσάνεκτος Capitals: ΔΥΣΑΝΕΚΤΟΣ
Transliteration A: dysánektos Transliteration B: dysanektos Transliteration C: dysanektos Beta Code: dusa/nektos

English (LSJ)

ον,

   A = δυσανάσχετος 1, interpol. in X.Mem.2.2.8, cf. Gal.7.181. Adv. -τως Poll.3.130.

German (Pape)

[Seite 675] = δυσανάσχετος, Xen. Mem. 2, 2, 8.

Greek (Liddell-Scott)

δυσάνεκτος: -ον, = δυσανάσχετος Ι, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à supporter.
Étymologie: δυσ-, ἀνέχω.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícilmente soportable ὀδύνη Gal.1.181, cf. Stob.4.25.54.
2 adv. -ως en forma difícilmente soportable Poll.3.130.

Greek Monolingual

δυσάνεκτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα γίνεται ανεκτός, ο αφόρητος.

Greek Monotonic

δυσάνεκτος: -ον, = δυσανάσχετος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δυσάνεκτος: невыносимый (πράγματα Xen.).