ἐννοσίφυλλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(12)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐννοσίφυλλος]], -ον (Α)<br />επικ. τ. [[αντί]] <i>ενοσίφυλλος</i>, [[εινοσίφυλλος]]<br />(για δασώδη όρη) αυτός που έχει κινούμενα, σειόμενα φύλλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έν</i>(<i>ν</i>)<i>οσις</i> «[[κλονισμός]]» <span style="color: red;">+</span> [[φύλλον]].
|mltxt=[[ἐννοσίφυλλος]], -ον (Α)<br />επικ. τ. [[αντί]] <i>ενοσίφυλλος</i>, [[εινοσίφυλλος]]<br />(για δασώδη όρη) αυτός που έχει κινούμενα, σειόμενα φύλλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έν</i>(<i>ν</i>)<i>οσις</i> «[[κλονισμός]]» <span style="color: red;">+</span> [[φύλλον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐννοσίφυλλος:''' колеблющий листву (ἄνεμοι [[Simonides]] ap. Plut.).
}}
}}

Revision as of 06:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐννοσίφυλλος Medium diacritics: ἐννοσίφυλλος Low diacritics: εννοσίφυλλος Capitals: ΕΝΝΟΣΙΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: ennosíphyllos Transliteration B: ennosiphyllos Transliteration C: ennosifyllos Beta Code: e)nnosi/fullos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A = εἰνοσίφυλλος, Ep. for ἐνοσιφ-: ἀήτα Simon. 41.

German (Pape)

[Seite 848] p. = ἐνοσίφυλλος, blätterschüttelnd, vom Winde, Simonides bei Plut. Symp. 8, 3, 4; vgl. εἰνοσίφυλλος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννοσίφυλλος: -ον, = εἰνοσίφυλλος, Ἐπικ. ἀντὶ ἐνοσίφ-: ἐν Σιμωνίδ. 41 18 ἔκδ. Brg, ἐπὶ θυέλλης, ἥτις κάμνει τὰ φύλλα νὰ σείωνται.

Greek Monolingual

ἐννοσίφυλλος, -ον (Α)
επικ. τ. αντί ενοσίφυλλος, εινοσίφυλλος
(για δασώδη όρη) αυτός που έχει κινούμενα, σειόμενα φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έν(ν)οσις «κλονισμός» + φύλλον.

Russian (Dvoretsky)

ἐννοσίφυλλος: колеблющий листву (ἄνεμοι Simonides ap. Plut.).