Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιρρώξ: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt

Menander, Monostichoi, 564
(32)
(3b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶγος, ὁ, ἡ, Α<br />(για βράχους, βουνά, ακτές) [[απόκρημνος]] από [[παντού]], [[απότομος]] [[ολόγυρα]] («[[πέτρα]] [[ἀπότομος]] καὶ [[περιρρώξ]]», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ῥώξ</i>, λ. που απαντά μόνο στην αιτ. πληθ. <i>ῥῶγας</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ρωγ</i>- του [[ῥήγνυμι]], <b>πρβλ.</b> παρακμ. <i>ἔρ</i>-<i>ρωγ</i>-<i>α</i>), <b>πρβλ.</b> <i>από</i>-<i>ρρωξ</i>, [[κατά]]-<i>ρρωξ</i>].
|mltxt=-ῶγος, ὁ, ἡ, Α<br />(για βράχους, βουνά, ακτές) [[απόκρημνος]] από [[παντού]], [[απότομος]] [[ολόγυρα]] («[[πέτρα]] [[ἀπότομος]] καὶ [[περιρρώξ]]», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ῥώξ</i>, λ. που απαντά μόνο στην αιτ. πληθ. <i>ῥῶγας</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ρωγ</i>- του [[ῥήγνυμι]], <b>πρβλ.</b> παρακμ. <i>ἔρ</i>-<i>ρωγ</i>-<i>α</i>), <b>πρβλ.</b> <i>από</i>-<i>ρρωξ</i>, [[κατά]]-<i>ρρωξ</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''περιρρώξ:''' ῶγος adj. кругом обрывистый ([[πέτρα]] [[ἀπότομος]] καὶ π. Polyb.).
}}
}}

Revision as of 06:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιρρώξ Medium diacritics: περιρρώξ Low diacritics: περιρρώξ Capitals: ΠΕΡΙΡΡΩΞ
Transliteration A: perirrṓx Transliteration B: perirrōx Transliteration C: perirroks Beta Code: perirrw/c

English (LSJ)

ῶγος, ὁ, ἡ,

   A broken off all round, abrupt, πέτρα ἀπότομος καὶ π. Plb.9.27.4, cf. D.H.9.15 (=Plb.Fr.200).

Greek (Liddell-Scott)

περιρρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ, ἀπόκρημνος πανταχόθεν, πέτρα ἀπότομος καὶ π. Πολύβ. 9. 27, 4, πρβλ. Διον. Ἁλ. 9. 15· πρβλ. ἀπορρώξ.

Greek Monolingual

-ῶγος, ὁ, ἡ, Α
(για βράχους, βουνά, ακτές) απόκρημνος από παντού, απότομος ολόγυραπέτρα ἀπότομος καὶ περιρρώξ», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ῥώξ, λ. που απαντά μόνο στην αιτ. πληθ. ῥῶγας (< θ. ρωγ- του ῥήγνυμι, πρβλ. παρακμ. ἔρ-ρωγ-α), πρβλ. από-ρρωξ, κατά-ρρωξ].

Russian (Dvoretsky)

περιρρώξ: ῶγος adj. кругом обрывистый (πέτρα ἀπότομος καὶ π. Polyb.).