ἀείφρουρος: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀείφρουρος:''' -ον, αυτός που φρουρεί, αυτός που διαρκεί αιώνια· [[οἴκησις]] [[ἀείφρουρος]], λέγεται για τον τάφο, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀείφρουρος:''' -ον, αυτός που φρουρεί, αυτός που διαρκεί αιώνια· [[οἴκησις]] [[ἀείφρουρος]], λέγεται για τον τάφο, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀείφρουρος:''' держащий в вечном заточении ([[οἴκησις]], sc. [[τύμβος]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 06:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀείφρουρος Medium diacritics: ἀείφρουρος Low diacritics: αείφρουρος Capitals: ΑΕΙΦΡΟΥΡΟΣ
Transliteration A: aeíphrouros Transliteration B: aeiphrouros Transliteration C: aeifrouros Beta Code: a)ei/frouros

English (LSJ)

ον,

   A ever-watching, i.e. everlasting, τῷ ἀ. μελιλώτῳ Cratin.98.7; οἴκησις ἀ., of the grave, S.Ant.892; πόνοι Opp.H.4.189.

German (Pape)

[Seite 41] stets bewachend, gefangen haltend, οἴκησις Soph. Ant. 891, vom Grabe; πόνοι Opp. H. 4, 189; μελίλωτος Cratin. bei Ath. XV, 685 c, perennirend. Hes. erklärt ἀειθαλής aus Soph., s. ἀειφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀείφρουρος: -ον, = ὁ ἀεὶ φρουρῶν, δηλ. αἰώνιος, «ὁ ἀεὶ διαμένων, ἀειθαλής», Ἡσύχ. ― ἐκ διορθώσ. Πόρσωνος, Ἀριστοφ. Νεφ. 518 (ἀντὶ ἀειφόρος)· τῷ ἀ. μελιλώτῳ, Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς», 1. 7· οἴκησις, ἀείφρ. ἐπὶ τάφου, Σοφ. Ἀντ. 892· πόνοι, Ὀππ. Ἁλ. 4. 189.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui garde, qui tient enfermé pour toujours.
Étymologie: ἀεί, φρουρά.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ἀιείφρουρος S.Ant.892
siempre vigilante de ahí perenne, eterno μελίλωτος Cratin.105.7, οἴκησις de la tumba, S.Ant.892, πόνος Opp.H.4.189, cf. S.Fr.580 (dud., aunque cf. ἀΐφρουρος· αἰθάλη. Σοφοκλῆς).

Greek Monotonic

ἀείφρουρος: -ον, αυτός που φρουρεί, αυτός που διαρκεί αιώνια· οἴκησις ἀείφρουρος, λέγεται για τον τάφο, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀείφρουρος: держащий в вечном заточении (οἴκησις, sc. τύμβος Soph.).