ἐποκριόεις: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐποκριόεις:''' -εσσα, -εν, [[ανομοιογενής]], [[άνισος]], αυτός που προεξέχει, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐποκριόεις:''' -εσσα, -εν, [[ανομοιογενής]], [[άνισος]], αυτός που προεξέχει, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐποκριόεις:''' όεσσα, όεν неровный, с выступами (στέρνα Anth.).
}}
}}

Revision as of 06:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποκρῐόεις Medium diacritics: ἐποκριόεις Low diacritics: εποκριόεις Capitals: ΕΠΟΚΡΙΟΕΙΣ
Transliteration A: epokrióeis Transliteration B: epokrioeis Transliteration C: epokrioeis Beta Code: e)pokrio/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A uneven, projecting, στέρνα, of a skeleton, AP7.401 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 1007] εσσα, εν, obenauf rauh, uneben, στέρνα Crinag. 37 (VII, 401), höckrig.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποκριόεις: εσσα, εν, προέχων, Ἀνθ. Π. 7. 401.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
rude, âpre.
Étymologie: ἐπί, ὀκριόεις.

Greek Monotonic

ἐποκριόεις: -εσσα, -εν, ανομοιογενής, άνισος, αυτός που προεξέχει, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐποκριόεις: όεσσα, όεν неровный, с выступами (στέρνα Anth.).