καταφθίνω: Difference between revisions

From LSJ

φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταφθίνω:''' [ῐ], φθείρομαι, αφανίζομαι, μαραίνομαι, καταστρέφομαι, σε Ηρόδ., Τραγ.· <i>κ. νόσῳ</i>, <i>γήρᾳ</i>, σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''καταφθίνω:''' [ῐ], φθείρομαι, αφανίζομαι, μαραίνομαι, καταστρέφομαι, σε Ηρόδ., Τραγ.· <i>κ. νόσῳ</i>, <i>γήρᾳ</i>, σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταφθίνω:''' (ῐ) (aor. κατεφθίνησα, pf. κατεφθίνηκα) погибать, гибнуть (νόσῳ Soph.; γήρᾳ Eur.): τοῦ σώματος καταφθίνοντος Her. с уничтожением тела.
}}
}}

Revision as of 06:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφθίνω Medium diacritics: καταφθίνω Low diacritics: καταφθίνω Capitals: ΚΑΤΑΦΘΙΝΩ
Transliteration A: kataphthínō Transliteration B: kataphthinō Transliteration C: katafthino Beta Code: katafqi/nw

English (LSJ)

[ῐ, sed v. infr.],

   A waste away, decay, Pi.I.8(7).51, Hdt. 2.123; κ. νόσῳ, γήρᾳ, S.Ph.266, E.Alc.622: in later Att. Prose, Thphr.HP9.16.5: aor. part. καταφθινήσας Plu.2.117c: pf. part. κατεφθινηκώς ib.621f, Arr.Epict.4.11.25: καταφθῑνουσι trans. is f.l. in Theoc.25.122.

Greek (Liddell-Scott)

καταφθίνω: ῐ, φθείρομαι, ἀφανίζομαι, μαραίνομαι, καταπίπτω, καταστρέφομαι, ἐπέων καρπὸς οὐ κατέφθινεν Πινδ. Ι. 8 (7). 102, Ἡρόδ. 2. 123, καὶ Τραγ., κ. νόσῳ, γήρᾳ Σοφ. Φιλ. 266, Εὐρ. Ἄλκ. 622· τὰ πήματα θάλλοντα μᾶλλον ἢ καταφθίνοντα ὁρῶ Σοφ. Ἠλ. 260· κ. γᾶ Εὐρ. Τρ. 1299· ἐξαμβλοῦται καὶ κ. ἱσχὺς τοῦ σώματος Πλουτ. Ἠθ. 2Ε· ὡσαύτως παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, ὡς κ. τὸ σῶμα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 16, 5· ὁ Πλούτ. ἔχει μετοχ. ἀορ. καταφθινήσας, 2. 117C, πρκμ. κατεφθινηκὼς αὐτόθι 621Ε, Ἀρρ. Ἐπικτ. 4. 11, 25.- Ἐν Θεοκρ. 25.122 καταφθίνουσι, κεῖται μεταβατ. ἐναντίον τῆς σημασίας καὶ τῆς ποσότητος τῆς λέξεως· ὁ Meineke προτείνει καταφθινύθουσι.

French (Bailly abrégé)

impf. κατέφθινον, f. inus., ao. réc. κατεφθίνησα, pf. réc. κατεφθίνηκα;
1 se gâter, se corrompre, dépérir;
2 laisser se perdre ; négliger.
Étymologie: κατά, φθίνω.

English (Slater)

καταφθίνω
   1 wither away met. ἐπέων δὲ καρπὸς οὐ κατέφθᾰνε i. e. her words bore fruit and were not wasted (I. 8.46)

Greek Monolingual

καταφθίνω (Α)
(επιτ. τ. του φθίνω) φθείρομαι, αφανίζομαι, μαραίνομαι («ἀγρίᾳ νόσῳ καταφθίνοντα», Σοφ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φθίνω «καταστρέφομαι»].

Greek Monotonic

καταφθίνω: [ῐ], φθείρομαι, αφανίζομαι, μαραίνομαι, καταστρέφομαι, σε Ηρόδ., Τραγ.· κ. νόσῳ, γήρᾳ, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καταφθίνω: (ῐ) (aor. κατεφθίνησα, pf. κατεφθίνηκα) погибать, гибнуть (νόσῳ Soph.; γήρᾳ Eur.): τοῦ σώματος καταφθίνοντος Her. с уничтожением тела.