ἐξευλαβέομαι: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξευλᾰβέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, [[παίρνω]] προφυλάξεις, [[δείχνω]] [[επιφύλαξη]] [[απέναντι]] σε [[κάτι]], <i>τι</i>, σε Ευρ., Πλάτ. | |lsmtext='''ἐξευλᾰβέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, [[παίρνω]] προφυλάξεις, [[δείχνω]] [[επιφύλαξη]] [[απέναντι]] σε [[κάτι]], <i>τι</i>, σε Ευρ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξευλᾰβέομαι:''' старательно остерегаться, всячески избрать (τὴν αὐθάδειαν Plut.; ἐ. μὴ φίλοις τεύχειν ἔριν Eur.): ἐ. τὰ δεινὰ καὶ τὰ μή Plat. тщательно разбирать, чего следует бояться, а чего нет. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A guard carefully against, τι Pl.La.199d, al.; ἐ. τοῦτο μή . . E.Andr.644; ἐ. μή . . A.Fr.205.
German (Pape)
[Seite 879] sich sorgfältig in Acht nehmen, μή σε προσβάλῃ Aesch. frg. 181; Eur. Andr. 645; τὰ δεινά Plat. Lach. 199 e; Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξευλᾰβέομαι: προφυλάττομαι μετὰ προσοχῆς, ἔκ τινος, μετ᾿ αἰτ., ἐξευλαβεῖσθαί τε τὰ δεινὰ καὶ τὰ μὴ Πλάτ. Λάχ. 199D, κ. ἀλλ.: ἐξευλ. τοῦτο μή... Εὐρ. Ἀνδρ. 645· ἐξ. μή... Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
se garder avec soin de, acc. ; avec μή et le subj..
Étymologie: ἐξ, εὐλαβέομαι.
Greek Monotonic
ἐξευλᾰβέομαι: μέλ. -ήσομαι, παίρνω προφυλάξεις, δείχνω επιφύλαξη απέναντι σε κάτι, τι, σε Ευρ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξευλᾰβέομαι: старательно остерегаться, всячески избрать (τὴν αὐθάδειαν Plut.; ἐ. μὴ φίλοις τεύχειν ἔριν Eur.): ἐ. τὰ δεινὰ καὶ τὰ μή Plat. тщательно разбирать, чего следует бояться, а чего нет.