γα: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γᾰ:''' Δωρ. αντί <i>γε</i>. | |lsmtext='''γᾰ:''' Δωρ. αντί <i>γε</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γᾰ:''' дор. = [[γε]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. for γε, Ar.Ach.775, etc.; cf. εγωγα, τύγα.
German (Pape)
[Seite 469] dor. statt γε, Ar. Lys. 205 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰ: Δωρ. ἀντὶ τοῦ γε, Ἀριστοφ. Λυσ. 82, κτλ· ὡς ἐν συνθέτ. ἐγωγα, τύγα· ἀκριβῶς ὡς κα εἶναι Δωρ, ἀντὶ τοῦ κε.
Greek Monolingual
(I)
γα (μόριο) (δωρ. τ.) (Α)
γε.———————— (II)
ο τρίτος φθόγγος στην κλίμακα της βυζαντινής μουσικής, αντίστοιχος προς το φα της ευρωπαϊκής.———————— (III)
γᾱ, η (δωρ. και αιολ. τ.) (Α)
γη.
Greek Monotonic
γᾰ: Δωρ. αντί γε.
Russian (Dvoretsky)
γᾰ: дор. = γε.