βύζην: Difference between revisions
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βύζην:''' ([[βύω]]), επίρρ., [[σφιχτά]] πιεσμένα, [[στενά]] κλεισμένα, σε Θουκ. | |lsmtext='''βύζην:''' ([[βύω]]), επίρρ., [[σφιχτά]] πιεσμένα, [[στενά]] κλεισμένα, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βύζην:''' adv. плотно, вплотную (τοὺς [[ἔσπλους]] ταῖς ναυσὶν κλῄσειν Thuc.; ὠστιζόμενοι Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A close pressed, closely, β. κλείειν Th.4.8, cf. Arr.An.2.20.8, App.Pun.123, etc.; β. ὠστιζόμενοι Luc.Lex.4; τὰ β. συνεστηκότα στίφη Ph.2.382. II = ἁθρόως (cf. Erot.), Hp.Nat.Puer.15, Mul.1.5.
German (Pape)
[Seite 467] voll, dicht, gedrängt, Thuc. 4, 8, Schol. ἀθρόως, cf. B. A. 612. 942; Arr. An. 1, 19, 3; Luc. Lexiph. 4.
Greek (Liddell-Scott)
βύζην: ἐπίρρ., στενῶς πεπιεσμένος, στενῶς, β. κλείειν Θουκ. 4. 8.
French (Bailly abrégé)
adv.
en masse, en tas.
Étymologie: βύω.
Spanish (DGE)
adv.
1 abundantemente, a borbotones (αἷμα) β. ἀπιόν Hp.Nat.Puer.15, cf. Mul.1.5, en Erot.29.6, εὐνομ[ί] ης φόρτοισι ... βριθόμενος β. Epigr.Adesp.982.8.
2 apretadamente, estrechamente τοὺς ... ἔσπλους ταῖς ναυσὶν ... β. κλῄσειν ἔμελλον tenían que bloquear las salidas estrechamente con las naves Th.4.8, Arr.An.2.20.8, App.Pun.123, τὰ β. συνεστηκότα στίφη Ph.2.382, β. ὠστιζόμενοι Luc.Lex.4
•de pers. todos juntos κατειλούμενοι β. encerrados todos juntos I.BI 3.296, cf. A.D.Adu.198.13, Sch.D.T.276.24, 562.29.
• Etimología: De *βυσ-δην, cf. βυνέω.
Greek Monolingual
βύζην επίρρ. (Α)
στενά, πυκνά, σφιχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βυσδην < (θ.) βυσ- του αορ. έβυσα + (επιρρ. κατάλ.) -δην].
Greek Monotonic
βύζην: (βύω), επίρρ., σφιχτά πιεσμένα, στενά κλεισμένα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
βύζην: adv. плотно, вплотную (τοὺς ἔσπλους ταῖς ναυσὶν κλῄσειν Thuc.; ὠστιζόμενοι Luc.).