χειρονομέω: Difference between revisions
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χειρονομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κινώ]] τα χέρια μου με φιγούρες παντομίμας, κάνω χειρονομίες, σε Ξεν.· <i>τοῖσι σκέλεσι χειρονομεῖν</i>, λέγεται για κάποιον που στέκεται πάνω στο [[κεφάλι]] του, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''χειρονομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κινώ]] τα χέρια μου με φιγούρες παντομίμας, κάνω χειρονομίες, σε Ξεν.· <i>τοῖσι σκέλεσι χειρονομεῖν</i>, λέγεται για κάποιον που στέκεται πάνω στο [[κεφάλι]] του, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χειρονομέω:''' <b class="num">1)</b> делать руками жесты, жестикулировать Xen., Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> двигать, шевелить (σκέλεσι Her., Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A gesticulate with the hands, X.Smp.2.19, D.C.36.30, τοῖσι σκέλεσι ἐχειρονόμησε, of one standing on his head, Hdt.6.129; χειρονομοῦντα volanticultello, flourishing the knife, of an expert carver, Juv.5.121. II practise shadow-boxing, Thrasym.Fr.4, Pl.Lg. 830c, Plu.2.747b.
German (Pape)
[Seite 1346] die Hände nach einer gewissen Regel beim Tanzen od. Fechten bewegen, bes. um dadurch Etwas auszudrücken, durch Gebehrden, Winke zu verstehen geben, gesticuliren; Xen. Conv. 2, 19; auch σκέλεσι χειρονομεῖν, Her. 6, 129. – Uebh. = σκιαμαχέω, Plat. Legg. VIII, 830 c.
Greek (Liddell-Scott)
χειρονομέω: κινῶ τὰς χεῖρας παντομιμικῶς, κάμνω χειρονομίας, Ξεν. Συμπ. 2. 19, πρβλ. Δίωνα Κάσσ. 36. 13· τοῖς σκέλεσι χειρονομεῖν, ἐπὶ ἀνθρώπου ἱσταμένου ἐπὶ τῆς ἑαυτοῦ κεφαλῆς καὶ κινοῦντος τὰ σκέλη εἰς τὸν ἀέρα, Ἡρόδ. 6. 129, πρβλ. Πλούτ. 2. 867Β, Πολυδ. Β΄, 152. ΙΙ. ἐπὶ πυγμάχου, κινῶ τὰς χεῖρας κατὰ διαφόρους τρόπους, ὡς τὸ σκιαμαχέω, Πλάτ. Νόμ. 830C, Πλούτ. 2. 747Β, Ἀθήν. 416Α.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mouvoir les mains ou les bras en cadence, particul. :
1 t. de danse gesticuler en cadence avec les mains ou les bras ; p. ext. avec les jambes;
2 t. de pugilat manœuvrer de manière à fatiguer son adversaire en se bornant à parer les coups.
Étymologie: χείρ, νέμω.
Greek Monotonic
χειρονομέω: μέλ. -ήσω, κινώ τα χέρια μου με φιγούρες παντομίμας, κάνω χειρονομίες, σε Ξεν.· τοῖσι σκέλεσι χειρονομεῖν, λέγεται για κάποιον που στέκεται πάνω στο κεφάλι του, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
χειρονομέω: 1) делать руками жесты, жестикулировать Xen., Plat., Plut.;
2) двигать, шевелить (σκέλεσι Her., Plut.).