ᾖσαν: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(4)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ᾖσαν:'''<b class="num">I.</b> Αττ. αντί [[ᾔδεσαν]], γʹ πληθ. υπερσ. του [[οἶδα]].<br /><b class="num">II.</b> αντί [[ἤϊσαν]], γʹ πληθ. παρατ. του [[εἶμι]] (Λατ. [[ibo]]).
|lsmtext='''ᾖσαν:'''<b class="num">I.</b> Αττ. αντί [[ᾔδεσαν]], γʹ πληθ. υπερσ. του [[οἶδα]].<br /><b class="num">II.</b> αντί [[ἤϊσαν]], γʹ πληθ. παρατ. του [[εἶμι]] (Λατ. [[ibo]]).
}}
{{elru
|elrutext='''ᾖσαν:''' <b class="num">II</b> 3 л. pl. aor. к [[ᾄδω]].<br /><b class="num">III</b> 3 л. pl. ppf. к *[[εἴδω]].
}}
}}

Revision as of 06:36, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ᾖσαν: Ἀττ. ἀντὶ ᾔδεσαν, γ΄ πληθ. ὑπερσ. (ἐν χρήσει ὡς παρατ.) τοῦ οἶδα, Αἰσχύλ. Πρ. 451, Εὐρ. Κύκλ. 231. ΙΙ. ἀντὶ ἤισαν, γ΄ πληθ. παρατ. τοῦ εἶμι (ibo), σπάν. καὶ μόνον ποιητ. ἐν τῷ συνθέτῳ ἐπῇσαν Ὀδ. Τ. 445· εἰσῇσαν Ἀγαθ. ἐν τῷ Ε. Μ.· μετῇσαν Ἀριστοφ. Ἱππ. 605.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. impf. de εἶμι, aller;
3ᵉ pl. ao. de ᾄδω;
3ᵉ pl. pqp. de *εἴδω.

Greek Monotonic

ᾖσαν:I. Αττ. αντί ᾔδεσαν, γʹ πληθ. υπερσ. του οἶδα.
II. αντί ἤϊσαν, γʹ πληθ. παρατ. του εἶμι (Λατ. ibo).

Russian (Dvoretsky)

ᾖσαν: II 3 л. pl. aor. к ᾄδω.
III 3 л. pl. ppf. к *εἴδω.