πόρευσις: Difference between revisions
From LSJ
ἀξιοπιστόστερα εἰσί τραύματα φίλου ἢ ἐκούσια φιλήματα ἐχθροῦ → faithful are the wounds of a friend; but the kisses of an enemy are deceitful
(33) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εύσεως, ἡ, Α [[πορεύω]]<br /><b>1.</b> [[πορεία]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μετάβαση]] σε μία [[κατάσταση]]. | |mltxt=-εύσεως, ἡ, Α [[πορεύω]]<br /><b>1.</b> [[πορεία]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μετάβαση]] σε μία [[κατάσταση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πόρευσις:''' εως ἡ Plat. = [[πορεία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A = πορεία, γένεσις π. εἰς τὸ εἶναι Pl.Def.411a, cf. LXXGe.33.14.
German (Pape)
[Seite 682] ἡ, = πορεία, Sp., wie Schol. Lycophr. 11; LXX.
Greek (Liddell-Scott)
πόρευσις: ἡ, = πορεία, Πλάτ. Ὅροι 411Α, Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΓϳ, 14).
Greek Monolingual
-εύσεως, ἡ, Α πορεύω
1. πορεία
2. μτφ. μετάβαση σε μία κατάσταση.
Russian (Dvoretsky)
πόρευσις: εως ἡ Plat. = πορεία.