Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αἱματοσταγής: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἱμᾰτοστᾰγής:''' -ές ([[στάζω]]), αυτός που στάζει [[αίμα]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''αἱμᾰτοστᾰγής:''' -ές ([[στάζω]]), αυτός που στάζει [[αίμα]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἱμᾰτοστᾰγής:''' <b class="num">1)</b> струящийся, истекающий или облитый кровью (νεκροί Aesch.; σώματα Eur.; Ἀέρόντιος [[σκόπελος]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> перен. обагренный кровью, запятнавший себя убийствами ([[ἔθνος]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 06:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμᾰτοστᾰγής Medium diacritics: αἱματοσταγής Low diacritics: αιματοσταγής Capitals: ΑΙΜΑΤΟΣΤΑΓΗΣ
Transliteration A: haimatostagḗs Transliteration B: haimatostagēs Transliteration C: aimatostagis Beta Code: ai(matostagh/s

English (LSJ)

ές, (στάζω)

   A blood-dripping, reeking with blood, φόνος A.Ag.1309, cf. Pers.816, E. Supp.812 (lyr.), Ar.Ra.471.

Greek (Liddell-Scott)

αἱματοσταγής: -ές, (στάζω) = ὁ στάζων αἷμα, ἀνχίζων αἷμα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 816. Θ. 836. Εὐρ. Ἱκ. 812. Ἀριστοφ. Βάτρ. 471: ― Ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 365 ἡ λέξις εἶνε παρὰ τὸ μέτρον: περὶ δὲ τοῦ ἐν Χο. 842, πρβλ. δειματοσταγής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dégouttant de sang.
Étymologie: αἷμα, στάζω.

Spanish (DGE)

(αἱμᾰτοστᾰγής) -ές
1 que gotea sangre φόνος A.A.1309, ἄχθος A.Ch.842, Ἀχερόντιός τε σκόπελος Ar.Ra.471, κηλίς E.Fr.871.
2 envuelto en sangre νεκροί A.Th.836, σώματα E.Supp.812.

Greek Monotonic

αἱμᾰτοστᾰγής: -ές (στάζω), αυτός που στάζει αίμα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

αἱμᾰτοστᾰγής: 1) струящийся, истекающий или облитый кровью (νεκροί Aesch.; σώματα Eur.; Ἀέρόντιος σκόπελος Arph.);
2) перен. обагренный кровью, запятнавший себя убийствами (ἔθνος Aesch.).