σπιλώδης: Difference between revisions

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
(38)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[σπίλος]] (II)]<br />[[βραχώδης]].
|mltxt=-ῶδες, Α [[σπίλος]] (II)]<br />[[βραχώδης]].
}}
{{elru
|elrutext='''σπῐλώδης:''' скалистый Arst., Polyb.
}}
}}

Revision as of 06:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπῐλώδης Medium diacritics: σπιλώδης Low diacritics: σπιλώδης Capitals: ΣΠΙΛΩΔΗΣ
Transliteration A: spilṓdēs Transliteration B: spilōdēs Transliteration C: spilodis Beta Code: spilw/dhs

English (LSJ)

ες, (σπιλάς (A), σπίλος (A))

   A rocky, Arist.HA548a2, Plb.10.10.7; cf. σπιλαδώδης.

German (Pape)

[Seite 921] ες, = σπιλαδώδης; Arist. H. A. 5, 13; λόφος, Pol. 10, 10, 7.

Greek (Liddell-Scott)

σπῐλώδης: -ες, (σπιλάς, σπίλος, ἡ) βραχώδης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 19. Πολύβ. 10. 10. 7. Ὁ Λοβέκ. (Φρύν. 28), προτιμᾷ τὴν γραφὴν σπιλαδώδης, ἀλλ’ ἴδε Δινδ. εἰς Θησ. Στεφ. ἐν λέξει.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σπίλος (II)]
βραχώδης.

Russian (Dvoretsky)

σπῐλώδης: скалистый Arst., Polyb.