δυσσύμβατος: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
(10) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσσύμβατος]], -ον (Α)<br />αυτός που συμβιβάζεται ή συμφωνεί δύσκολα. | |mltxt=[[δυσσύμβατος]], -ον (Α)<br />αυτός που συμβιβάζεται ή συμφωνεί δύσκολα. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσσύμβᾰτος:''' трудно сочетающийся, несоединимый (πρὸς τὸ ἀλλόφυλον Plut. - v. l. [[δυσέμβατος]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A ill-agreeing, πρὸς τὸ ἀλλόφυλον Plu.2.661c.
German (Pape)
[Seite 688] schwer übereinkommend, sich schwer vereinigend, Plut. Symp. 4, 1, 2, πρός τι.
Greek (Liddell-Scott)
δυσσύμβᾰτος: -ον, δυσκόλως συμφωνῶν, συμβιβαζόμενος, πρός τι Πλούτ. 2. 661C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s’associe difficilement à, qui répugne à, πρός et l’acc..
Étymologie: δυσ-, συμβαίνω.
Spanish (DGE)
-ον
que se aviene mal, que se asocia difícilmente (πόλις) ... πρὸς τὸ ἀλλόφυλον Plu.2.661c.
Greek Monolingual
δυσσύμβατος, -ον (Α)
αυτός που συμβιβάζεται ή συμφωνεί δύσκολα.
Russian (Dvoretsky)
δυσσύμβᾰτος: трудно сочетающийся, несоединимый (πρὸς τὸ ἀλλόφυλον Plut. - v. l. δυσέμβατος).