προμοιχεύω: Difference between revisions
From LSJ
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
(34) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[μοιχεύω]]<br />[[μοιχεύω]] [[γυναίκα]] [[πριν]] από κάποιον [[άλλο]] («τὴν Ποππαίαν προμοιχεύσας τῷ Νέρωνι», <b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=Α [[μοιχεύω]]<br />[[μοιχεύω]] [[γυναίκα]] [[πριν]] από κάποιον [[άλλο]] («τὴν Ποππαίαν προμοιχεύσας τῷ Νέρωνι», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προμοιχεύω:''' сводничать, сводить (τινά τινι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 31 December 2018
English (LSJ)
A procure a woman by adultery, Ποππαίαν Νέρωνι Plu. Galb.19.
German (Pape)
[Seite 735] eine Frau vorher zum Ehebruch verführen, Luc. Gall. 19.
Greek (Liddell-Scott)
προμοιχεύω: μοιχεύω γυναῖκα πρὸ ἄλλου, τὴν Ποππαίαν προμοιχεύσας τῷ Νέρωνι, χάριν τοῦ Νέρωνος, ὅπως καὶ αὐτὸς μοιχεύσῃ αὐτὴν κατόπιν, Πλουτ. Γάλβ. 19.
Greek Monolingual
Α μοιχεύω
μοιχεύω γυναίκα πριν από κάποιον άλλο («τὴν Ποππαίαν προμοιχεύσας τῷ Νέρωνι», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
προμοιχεύω: сводничать, сводить (τινά τινι Plut.).