λεπτοχειλής: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(23)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λεπτοχειλής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει λεπτά χείλη, [[λεπτόχειλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χειλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χεῖλος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επι</i>-<i>χειλής</i>, <i>ισο</i>-<i>χειλής</i>].
|mltxt=[[λεπτοχειλής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει λεπτά χείλη, [[λεπτόχειλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χειλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χεῖλος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επι</i>-<i>χειλής</i>, <i>ισο</i>-<i>χειλής</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''λεπτοχειλής:''' v. l. λεπτόχειλος 2 досл. с тонкими губами, перен. с тонкими краями (τὰ ὄστρακα Arst.).
}}
}}

Revision as of 07:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτοχειλής Medium diacritics: λεπτοχειλής Low diacritics: λεπτοχειλής Capitals: ΛΕΠΤΟΧΕΙΛΗΣ
Transliteration A: leptocheilḗs Transliteration B: leptocheilēs Transliteration C: leptocheilis Beta Code: leptoxeilh/s

English (LSJ)

ές,

   A thin-lipped, ib.528a29; v.l. λεπτόχειλος, ον.

German (Pape)

[Seite 31] ές, mit dünnen Lippen, Ggstz παχυχειλής, Arist. H. A. 4, 4, v. l. λεπτόχειλος.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτοχειλής: -ές, ἔχων λεπτὰ χείλη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 7· διάφ. γραφ. λεπτόχειλος, ον.

Greek Monolingual

λεπτοχειλής, -ές (Α)
αυτός που έχει λεπτά χείλη, λεπτόχειλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -χειλής (< χεῖλος), πρβλ. επι-χειλής, ισο-χειλής].

Russian (Dvoretsky)

λεπτοχειλής: v. l. λεπτόχειλος 2 досл. с тонкими губами, перен. с тонкими краями (τὰ ὄστρακα Arst.).