ξύρησις: Difference between revisions

From LSJ

οἱ ὧδε χέζοντες εἰς ὥρας μὴ ἔλθοιεν → a curse on those who relieve themselves here, a curse on those who shit here

Source
(27)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξύρησις]], ἡ (Α) [[ξυρώ]]<br /><b>1.</b> [[ξύρισμα]], [[ξυράφισμα]] της κεφαλής<br /><b>2.</b> [[ξύρισμα]] ως [[μέσο]] εξευτελισμού, [[εξευτελισμός]] κάποιου με [[ξύρισμα]] («καὶ ἐκάλεσε [[κύριος]]... ἐν τῇ ἡμερᾳ [[ἐκείνῃ]] κλαυθμὸν... καὶ ξύρησιν καὶ ζῶσιν σάκκων», ΠΔ).
|mltxt=[[ξύρησις]], ἡ (Α) [[ξυρώ]]<br /><b>1.</b> [[ξύρισμα]], [[ξυράφισμα]] της κεφαλής<br /><b>2.</b> [[ξύρισμα]] ως [[μέσο]] εξευτελισμού, [[εξευτελισμός]] κάποιου με [[ξύρισμα]] («καὶ ἐκάλεσε [[κύριος]]... ἐν τῇ ἡμερᾳ [[ἐκείνῃ]] κλαυθμὸν... καὶ ξύρησιν καὶ ζῶσιν σάκκων», ΠΔ).
}}
{{elru
|elrutext='''ξύρησις:''' εως (ῠ) ἡ остригание или сбривание волос Plut.
}}
}}

Revision as of 07:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠρησις Medium diacritics: ξύρησις Low diacritics: ξύρησις Capitals: ΞΥΡΗΣΙΣ
Transliteration A: xýrēsis Transliteration B: xyrēsis Transliteration C: ksyrisis Beta Code: cu/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A shaving, Asclep. ap. Gal.12.413, Plu.2.352c(pl.), Archig. ap. Aët.6.28, Alex.Aphr.Pr.2.36 ; baldness, LXXIs.22.12.

German (Pape)

[Seite 282] ἡ, das Scheeren, Abscheeren des Haares, Plut. de Is. et Os. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ξύρησις: ἡ, τὸ ξύρισμα, Πλούτ. 2. 359C, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 36.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de raser, de tondre.
Étymologie: ξυράω.

Greek Monolingual

ξύρησις, ἡ (Α) ξυρώ
1. ξύρισμα, ξυράφισμα της κεφαλής
2. ξύρισμα ως μέσο εξευτελισμού, εξευτελισμός κάποιου με ξύρισμα («καὶ ἐκάλεσε κύριος... ἐν τῇ ἡμερᾳ ἐκείνῃ κλαυθμὸν... καὶ ξύρησιν καὶ ζῶσιν σάκκων», ΠΔ).

Russian (Dvoretsky)

ξύρησις: εως (ῠ) ἡ остригание или сбривание волос Plut.