σκολιοπόρος: Difference between revisions
From LSJ
(37) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει σκολιούς πόρους, συνεστραμμένες, ελικοειδείς κοιλότητες («ὦτα σκολιοπόρα», Σέξτ. Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκολιός]] «[[λοξός]], [[στρεβλός]]» <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]]. | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει σκολιούς πόρους, συνεστραμμένες, ελικοειδείς κοιλότητες («ὦτα σκολιοπόρα», Σέξτ. Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκολιός]] «[[λοξός]], [[στρεβλός]]» <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκολιοπόρος:''' с кривыми ходами ([[ὦτα]] Sext.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with winding passages, ὦτα S.E.P.1.126.
Greek (Liddell-Scott)
σκολιοπόρος: -ον, ὁ ἔχων σκολιοὺς πόρους, σκολιὰς ὀπάς, ὦτα Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 126· - σκολιοπορία, ἡ, Καισάρ. σ. 944, ἔκδ. Mi.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει σκολιούς πόρους, συνεστραμμένες, ελικοειδείς κοιλότητες («ὦτα σκολιοπόρα», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «λοξός, στρεβλός» + πόρος.
Russian (Dvoretsky)
σκολιοπόρος: с кривыми ходами (ὦτα Sext.).